διαστρικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαστρικός < δια- + αστρικός < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική interstellar
Επίθετο επεξεργασία
διαστρικός, -ή, -ό
- που συμβαίνει, βρίσκεται ή ταξιδεύει ανάμεσα στα άστρα
- διαστρικά ταξίδια
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαστρικός