διαστατικότητα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- διαστατικότητα < διαστατικός + -ότητα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική dimensionality)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
διαστατικότητα θηλυκό
- (γεωμετρία) (φυσική) το πλήθος των διαστάσεων του χώρου
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
διαστατικότητα