Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διασκευαστικός η διασκευαστική το διασκευαστικό
      γενική του διασκευαστικού της διασκευαστικής του διασκευαστικού
    αιτιατική τον διασκευαστικό τη διασκευαστική το διασκευαστικό
     κλητική διασκευαστικέ διασκευαστική διασκευαστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διασκευαστικοί οι διασκευαστικές τα διασκευαστικά
      γενική των διασκευαστικών των διασκευαστικών των διασκευαστικών
    αιτιατική τους διασκευαστικούς τις διασκευαστικές τα διασκευαστικά
     κλητική διασκευαστικοί διασκευαστικές διασκευαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διασκευαστικός < διασκευάζω + -τικός

  Επίθετο επεξεργασία

διασκευαστικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία