διασκευαστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διασκευαστικός < διασκευάζω + -τικός
Επίθετο επεξεργασία
διασκευαστικός
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις διασκευάζω και σκεύος
Μεταφράσεις επεξεργασία
διασκευαστικός
|