Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαπεριφερειακός η διαπεριφερειακή το διαπεριφερειακό
      γενική του διαπεριφερειακού της διαπεριφερειακής του διαπεριφερειακού
    αιτιατική τον διαπεριφερειακό τη διαπεριφερειακή το διαπεριφερειακό
     κλητική διαπεριφερειακέ διαπεριφερειακή διαπεριφερειακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαπεριφερειακοί οι διαπεριφερειακές τα διαπεριφερειακά
      γενική των διαπεριφερειακών των διαπεριφερειακών των διαπεριφερειακών
    αιτιατική τους διαπεριφερειακούς τις διαπεριφερειακές τα διαπεριφερειακά
     κλητική διαπεριφερειακοί διαπεριφερειακές διαπεριφερειακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαπεριφερειακός < δια- + περιφερειακός

  Επίθετο επεξεργασία

διαπεριφερειακός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία