διαντίδραση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διαντίδραση | οι | διαντιδράσεις |
γενική | της | διαντίδρασης* | των | διαντιδράσεων |
αιτιατική | τη | διαντίδραση | τις | διαντιδράσεις |
κλητική | διαντίδραση | διαντιδράσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαντιδράσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαντίδραση < (διά) δι- + αντί- + δράση (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική interaction)
Ουσιαστικό επεξεργασία
διαντίδραση θηλυκό
- (νεολογισμός: εκπαίδευση, πληροφορική) διάδραση
- ※ Η «συνάντηση» αυτή δε λαμβάνει χώρα σε έναν πραγματικό (real), φυσικό χώρο, αλλά σε έναν ψηφιακό (digital) ή δυνητικό (virtual) χώρο, ο οποίος: α) κατασκευάζεται με τη χρήση των τεχνολογιών της πληροφορίας και της επικοινωνίας (ΤΠΕ), β) διαμεσολαβεί την επαφή των ατόμων ή των ομάδων μεταξύ τους, και γ) καθιστά εφικτή τη συνεχή διαντίδραση (interaction) μεταξύ των μελών της κοινότητας. (* εφημερίδα Καθημερινή)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαντίδραση
|