διαμεσόγαμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαμεσόγαμα < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική diamesogama < αρχαία ελληνική διάμεσος + γαμέω
Ουσιαστικό επεξεργασία
διαμεσόγαμα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (βοτανική) που τα μέσα γονιμοποίησής τους δεν κινούνται από μόνα τους, αλλά μεταφέρονται με το αέρα, το νερό ή άλλο τρόπο
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαμεσόγαμα