διαλιστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαλιστής < από το ξεδιαλύνω ;(Χρειάζεται τεκμηρίωση…) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
διαλιστής αρσενικό
- (ιδιωματικό) (παρωχημένο) η χτένα[1]