Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διαιώνιος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
διαιώνι
ος
η
διαιώνι
α
το
διαιώνι
ο
γενική
του
διαιώνι
ου
της
διαιώνι
ας
του
διαιώνι
ου
αιτιατική
τον
διαιώνι
ο
τη
διαιώνι
α
το
διαιώνι
ο
κλητική
διαιώνι
ε
διαιώνι
α
διαιώνι
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
διαιώνι
οι
οι
διαιώνι
ες
τα
διαιώνι
α
γενική
των
διαιώνι
ων
των
διαιώνι
ων
των
διαιώνι
ων
αιτιατική
τους
διαιώνι
ους
τις
διαιώνι
ες
τα
διαιώνι
α
κλητική
διαιώνι
οι
διαιώνι
ες
διαιώνι
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
θαυμάσιος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
διαιώνιος
<
αρχαία ελληνική
διαιώνιος
Επίθετο
επεξεργασία
διαιώνιος, -α, -ο
(
λόγιο
) που υπάρχει για μεγάλο χρονικό
διάστημα
ή για
πάντα
Συνώνυμα
επεξεργασία
αΐδιος
αιώνιος
αέναος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διαιώνιος
αγγλικά
:
everlasting
(en)