Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαιώνιος η διαιώνια το διαιώνιο
      γενική του διαιώνιου της διαιώνιας του διαιώνιου
    αιτιατική τον διαιώνιο τη διαιώνια το διαιώνιο
     κλητική διαιώνιε διαιώνια διαιώνιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαιώνιοι οι διαιώνιες τα διαιώνια
      γενική των διαιώνιων των διαιώνιων των διαιώνιων
    αιτιατική τους διαιώνιους τις διαιώνιες τα διαιώνια
     κλητική διαιώνιοι διαιώνιες διαιώνια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαιώνιος < αρχαία ελληνική διαιώνιος

  Επίθετο επεξεργασία

διαιώνιος, -α, -ο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία