Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διαιθυλαιθέρας οι διαιθυλαιθέρες
      γενική του διαιθυλαιθέρα των διαιθυλαιθέρων
    αιτιατική τον διαιθυλαιθέρα τους διαιθυλαιθέρες
     κλητική διαιθυλαιθέρα διαιθυλαιθέρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαιθυλαιθέρας < δι- + αιθυλ- + αιθέρας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διαιθυλαιθέρας αρσενικό

  • (χημεία) οργανική ένωση (αιθέρας) με χημικό τύπο C4H10O και σύντομο συντακτικό τύπο CH3CH2OCH2CH3, που γράφεται επίσης συντομογραφικά Et2O

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία