διαθέτοντας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Μετοχή επεξεργασία
διαθέτοντας άκλιτο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος διαθέτω
- ↪ Βοήθησε πολύ κόσμο διαθέτοντας την προσωπική περιουσία του
- ↪ Άνεργος ο Παύλος; Διαθέτοντας τόσα προσόντα; Πώς γίνεται αυτό;