διαβρέκτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
διαβρέκτης αρσενικό
- (χημεία) χημική ουσία που προστίθεται στα υδατοδιαλυτά χρώματα και συμβάλλει στη σωστή διασπορά των χρωστικών και στο σωστό στρώσιμο του χρώματος
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαβρέκτης
|