διάψιλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | διάψιλος | τὸ | διάψιλον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | διαψίλου | τοῦ | διαψίλου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | διαψίλῳ | τῷ | διαψίλῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | διάψιλον | τὸ | διάψιλον | ||
κλητική ὦ! | διάψιλε | διάψιλον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | διάψιλοι | τὰ | διάψιλᾰ | ||
γενική | τῶν | διαψίλων | τῶν | διαψίλων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | διαψίλοις | τοῖς | διαψίλοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | διαψίλους | τὰ | διάψιλᾰ | ||
κλητική ὦ! | διάψιλοι | διάψιλᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διαψίλω | τὼ | διαψίλω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | διαψίλοιν | τοῖν | διαψίλοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διάψιλος (ελληνιστική κοινή) < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαδιάψιλος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)
- (σε πάπυρο, για αγρό) ακαλλιέργητος, χέρσος
- ※ 2ος κε αιώνας, ⌘ p.hamb.1.71, στ. 34, (27-35), @papyri.info
- Ἀγχορίμφος Ἀγχορίμφεως ὁμολογῶ
ἔχιν(*) παρὰ τοῦ Φλαουίου Ἀντᾶ τιμὴν
[χόρτου] χλωροῦ εἰς κομὴν <καὶ> ξηρασίας(*)
ἀρουρῶν δύο σχοινίῳ ἐνενήκοντα
[ἓξ π]ήχ(εων) φυῆς̣ τοῦ ἰσιόντος(*) τρισκαιδε
κ̣άτου(*) ἔτους̣, [ἀ]φ̣ʼ ὧν γεωργῶ περὶ τὴν κώ-
[μ]ην̣ ἐν τόπ[ῳ Στρατων]ατι(*) λεγομένῳ, ἃς καὶ παρα-
δώ(σω) σὺν φυ[τοῖς] ἀ̣ρεστα(*) ἄνευ διαψίλων
[ ̣ ̣] ̣ ̣ ̣ ̣υ ̣[ ̣ κα]θὼς πρόκιται.
- Ἀγχορίμφος Ἀγχορίμφεως ὁμολογῶ
- ※ 2ος κε αιώνας, ⌘ p.hamb.1.71, στ. 34, (27-35), @papyri.info
Πηγές
επεξεργασία- διάψιλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.