δημοσιονόμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δημοσιονόμος < δημόσι(ος) + -ο- + -νόμος
Ουσιαστικό επεξεργασία
δημοσιονόμος αρσενικό ή θηλυκό
- (οικονομία) που ασχολείται με τη δημοσιονομία, με τα δημόσια οικονομικά
Συγγενικά επεξεργασία
- δημοσιονομία
- δημοσιονομικά
- δημοσιονομικός
- → δείτε τις λέξεις δημόσιος, δήμος και νόμος
Μεταφράσεις επεξεργασία
δημοσιονόμος
|