Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δεσμία αρμοδιότητα < λείπει η ετυμολογία

  Έκφραση επεξεργασία

δεσμία αρμοδιότητα

  • (νομικός όρος) σε αυτήν την περίπτωση, το αρμόδιο όργανο είναι υποχρεωμένο να λειτουργήσει σύμφωνα με έναν συγκεκριμένο τρόπο όπως τον υπαγορεύουν οι ισχύοντες κανόνες και περιορίζουν το εύρος δράσης του

Αντώνυμα επεξεργασία

  • διακριτική ευχέρεια: (νομικός όρος) το αρμόδιο όργανο έχει ελεύθερο χρόνο ενέργειας ή δράσης καθώς και να επιλέξει μεταξύ πλειόνων τρόπων δράσης

  Μεταφράσεις επεξεργασία