Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δενδρώδης η δενδρώδης το δενδρώδες
      γενική του δενδρώδους της δενδρώδους του δενδρώδους
    αιτιατική τον δενδρώδη τη δενδρώδη το δενδρώδες
     κλητική δενδρώδη(ς) δενδρώδης δενδρώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δενδρώδεις οι δενδρώδεις τα δενδρώδη
      γενική των δενδρωδών των δενδρωδών των δενδρωδών
    αιτιατική τους δενδρώδεις τις δενδρώδεις τα δενδρώδη
     κλητική δενδρώδεις δενδρώδεις δενδρώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δενδρώδης < αρχαία ελληνική δενδρώδης

  Επίθετο επεξεργασία

δενδρώδης, -ης, -ες

  1. που έχει τη μορφή δένδρου ή μοιάζει μ’ αυτό
  2. που είναι γεμάτος με δέντρα

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία