δενδρώδης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δενδρώδης < αρχαία ελληνική δενδρώδης
Επίθετο επεξεργασία
δενδρώδης, -ης, -ες
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη δέντρο
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
δενδρώδης
|