Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δεκαπενταπλάσιος η δεκαπενταπλάσια το δεκαπενταπλάσιο
      γενική του δεκαπενταπλάσιου της δεκαπενταπλάσιας του δεκαπενταπλάσιου
    αιτιατική τον δεκαπενταπλάσιο τη δεκαπενταπλάσια το δεκαπενταπλάσιο
     κλητική δεκαπενταπλάσιε δεκαπενταπλάσια δεκαπενταπλάσιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δεκαπενταπλάσιοι οι δεκαπενταπλάσιες τα δεκαπενταπλάσια
      γενική των δεκαπενταπλάσιων των δεκαπενταπλάσιων των δεκαπενταπλάσιων
    αιτιατική τους δεκαπενταπλάσιους τις δεκαπενταπλάσιες τα δεκαπενταπλάσια
     κλητική δεκαπενταπλάσιοι δεκαπενταπλάσιες δεκαπενταπλάσια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δεκαπενταπλάσιος < δεκαπέντ(ε) + -α- + -πλάσιος

  Επίθετο επεξεργασία

δεκαπενταπλάσιος -α -ο

  • που είναι δεκαπέντε φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κάτι άλλο

  Μεταφράσεις επεξεργασία