γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική δείλαιος δειλαί τὸ δείλαιον
      γενική τοῦ δειλαίου τῆς δειλαίᾱς τοῦ δειλαίου
      δοτική τῷ δειλαί τῇ δειλαί τῷ δειλαί
    αιτιατική τὸν δείλαιον τὴν δειλαίᾱν τὸ δείλαιον
     κλητική ! δείλαιε δειλαί δείλαιον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ δείλαιοι αἱ δείλαιαι τὰ δείλαι
      γενική τῶν δειλαίων τῶν δειλαίων τῶν δειλαίων
      δοτική τοῖς δειλαίοις ταῖς δειλαίαις τοῖς δειλαίοις
    αιτιατική τοὺς δειλαίους τὰς δειλαίᾱς τὰ δείλαι
     κλητική ! δείλαιοι δείλαιαι δείλαι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δειλαίω τὼ δειλαί τὼ δειλαίω
      γεν-δοτ τοῖν δειλαίοιν τοῖν δειλαίαιν τοῖν δειλαίοιν
Ως δικατάληκτο, -ος, -ος, -ον σε επιγραφή.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δείλαιος < δειλ(ός) + -αιος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dwey- (φοβάμαι)

  Επίθετο

επεξεργασία

δείλαιος, -α, -ον

Συγγενικά

επεξεργασία