δείλαιος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | δείλαιος | ἡ | δειλαίᾱ | τὸ | δείλαιον |
γενική | τοῦ | δειλαίου | τῆς | δειλαίᾱς | τοῦ | δειλαίου |
δοτική | τῷ | δειλαίῳ | τῇ | δειλαίᾳ | τῷ | δειλαίῳ |
αιτιατική | τὸν | δείλαιον | τὴν | δειλαίᾱν | τὸ | δείλαιον |
κλητική ὦ! | δείλαιε | δειλαίᾱ | δείλαιον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | δείλαιοι | αἱ | δείλαιαι | τὰ | δείλαιᾰ |
γενική | τῶν | δειλαίων | τῶν | δειλαίων | τῶν | δειλαίων |
δοτική | τοῖς | δειλαίοις | ταῖς | δειλαίαις | τοῖς | δειλαίοις |
αιτιατική | τοὺς | δειλαίους | τὰς | δειλαίᾱς | τὰ | δείλαιᾰ |
κλητική ὦ! | δείλαιοι | δείλαιαι | δείλαιᾰ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δειλαίω | τὼ | δειλαίᾱ | τὼ | δειλαίω |
γεν-δοτ | τοῖν | δειλαίοιν | τοῖν | δειλαίαιν | τοῖν | δειλαίοιν |
Ως δικατάληκτο, -ος, -ος, -ον σε επιγραφή. | ||||||
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δείλαιος < δειλ(ός) + -αιος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dwey- (φοβάμαι)
Επίθετο
επεξεργασίαδείλαιος, -α, -ον
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- δείλαιος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δείλαιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.