Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δαχτυλιά οι δαχτυλιές
      γενική της δαχτυλιάς των δαχτυλιών
    αιτιατική τη δαχτυλιά τις δαχτυλιές
     κλητική δαχτυλιά δαχτυλιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δαχτυλιά < δάχτυλο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ða.xtiˈʎa/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δαχτυλιά θηλυκό

μην ακουμπάς με το χέρι σου την οθόνη, θα αφήσεις δαχτυλιές

  Μεταφράσεις επεξεργασία