Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δαφνοστεφάνωτος η δαφνοστεφάνωτη το δαφνοστεφάνωτο
      γενική του δαφνοστεφάνωτου της δαφνοστεφάνωτης του δαφνοστεφάνωτου
    αιτιατική τον δαφνοστεφάνωτο τη δαφνοστεφάνωτη το δαφνοστεφάνωτο
     κλητική δαφνοστεφάνωτε δαφνοστεφάνωτη δαφνοστεφάνωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δαφνοστεφάνωτοι οι δαφνοστεφάνωτες τα δαφνοστεφάνωτα
      γενική των δαφνοστεφάνωτων των δαφνοστεφάνωτων των δαφνοστεφάνωτων
    αιτιατική τους δαφνοστεφάνωτους τις δαφνοστεφάνωτες τα δαφνοστεφάνωτα
     κλητική δαφνοστεφάνωτοι δαφνοστεφάνωτες δαφνοστεφάνωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δαφνοστεφάνωτος < δάφνη + στεφανώνω + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

δαφνοστεφάνωτος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία