δακτυλιοειδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δακτυλιοειδής | η | δακτυλιοειδής | το | δακτυλιοειδές |
γενική | του | δακτυλιοειδούς* | της | δακτυλιοειδούς | του | δακτυλιοειδούς |
αιτιατική | τον | δακτυλιοειδή | τη | δακτυλιοειδή | το | δακτυλιοειδές |
κλητική | δακτυλιοειδή(ς) | δακτυλιοειδής | δακτυλιοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δακτυλιοειδείς | οι | δακτυλιοειδείς | τα | δακτυλιοειδή |
γενική | των | δακτυλιοειδών | των | δακτυλιοειδών | των | δακτυλιοειδών |
αιτιατική | τους | δακτυλιοειδείς | τις | δακτυλιοειδείς | τα | δακτυλιοειδή |
κλητική | δακτυλιοειδείς | δακτυλιοειδείς | δακτυλιοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαδακτυλιοειδής -ής -ές
- που έχει μορφή δακτυλίου