Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δαιμονολογώ < δαιμονολογία + → δείτε  αρχαία ελληνική δαίμων δαιμονο- + -λογώ (λέγω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ðe.mo.no.loˈɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δαι‐μο‐νο‐λο‐γώ

  Ρήμα επεξεργασία

δαιμονολογώ

  1. ασχολούμαι με δαιμονολογίες, εξετάζω δαιμονικές θρησκευτικές αντιλήψεις ή μιλάω για δαίμονες
  2. (μεταφορικά) μιλάω με αρνητικό και ενδεχομένως αβάσιμο τρόπο για κάποιον ή κάτι

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία