δαιμονιώδης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δαιμονιώδης < (ελληνιστική κοινή)
Επίθετο επεξεργασία
δαιμονιώδης, -ης, -ες
- που μοιάζει σαν να προέρχεται από τη δράση ενός δαίμονα, δυνατός, άγριος, μανιασμένος
Μεταφράσεις επεξεργασία
δαιμονιώδης
|