Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δαημοσύνη οι δαημοσύνες
      γενική της δαημοσύνης των δαημοσυνών
    αιτιατική τη δαημοσύνη τις δαημοσύνες
     κλητική δαημοσύνη δαημοσύνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δαημοσύνη < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δαημοσύνη θηλυκό

  • αρτιότητα γνώσεων, επιδεξιότητα και γνώση

  Μεταφράσεις επεξεργασία