Δείτε επίσης: δίστιγμο
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δίστιγμα τα διστίγματα
      γενική του διστίγματος των διστιγμάτων
    αιτιατική το δίστιγμα τα διστίγματα
     κλητική δίστιγμα διστίγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δίστιγμα < (δις) δί- + στίγμα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈði.stiɣ.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δί‐στιγ‐μα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δίστιγμα ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)