δίλοβος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δίλοβος | η | δίλοβη | το | δίλοβο |
γενική | του | δίλοβου | της | δίλοβης | του | δίλοβου |
αιτιατική | τον | δίλοβο | τη | δίλοβη | το | δίλοβο |
κλητική | δίλοβε | δίλοβη | δίλοβο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δίλοβοι | οι | δίλοβες | τα | δίλοβα |
γενική | των | δίλοβων | των | δίλοβων | των | δίλοβων |
αιτιατική | τους | δίλοβους | τις | δίλοβες | τα | δίλοβα |
κλητική | δίλοβοι | δίλοβες | δίλοβα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
δίλοβος, -η, -ο
- που έχει δύο λοβούς
- (αρχιτεκτονική) που έχει αψιδωτό υπέρθυρο με δύο μικρά τόξα
- (ουσιαστικοποιημένο) (αρχιτεκτονική) δίλοβο: άνοιγμα ή παράθυρο που έχει αψιδωτό υπέρθυρο με δύο μικρά τόξα