γωνέα
Ποντιακά (pnt) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γωνέα < αρχαία ελληνική γωνία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γωνέα θηλυκό
- ο ογκόλιθος, ακρογωνιαίος λίθος που σχηματίζει γωνία τοίχου
- (μεταφορικά) το μεγάλο βάρος
Εκφράσεις επεξεργασία
- ολόεν γωνέαν έσκωσεν : σήκωσε μεγάλη πέτρα (μπόρεσε δηλαδή και άντεξε κάτω από μεγάλο βάρος)
- γωνέα γίνον και γονέος να μη γίνεσαι : καλύτερα να γίνεις πέτρα παρά γονιός (λέγεται από πικραμένους γονείς)