Ετυμολογία

επεξεργασία
γωνέα < αρχαία ελληνική γωνία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɣɔˈnɛ.a/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γωνέα θηλυκό

  1. ο ογκόλιθος, ακρογωνιαίος λίθος που σχηματίζει γωνία τοίχου
  2. (μεταφορικά) το μεγάλο βάρος

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • ολόεν γωνέαν έσκωσεν : σήκωσε μεγάλη πέτρα (μπόρεσε δηλαδή και άντεξε κάτω από μεγάλο βάρος)
  • γωνέα γίνον και γονέος να μη γίνεσαι : καλύτερα να γίνεις πέτρα παρά γονιός (λέγεται από πικραμένους γονείς)