↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γυρομαγνητικός η γυρομαγνητική το γυρομαγνητικό
      γενική του γυρομαγνητικού της γυρομαγνητικής του γυρομαγνητικού
    αιτιατική τον γυρομαγνητικό τη γυρομαγνητική το γυρομαγνητικό
     κλητική γυρομαγνητικέ γυρομαγνητική γυρομαγνητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γυρομαγνητικοί οι γυρομαγνητικές τα γυρομαγνητικά
      γενική των γυρομαγνητικών των γυρομαγνητικών των γυρομαγνητικών
    αιτιατική τους γυρομαγνητικούς τις γυρομαγνητικές τα γυρομαγνητικά
     κλητική γυρομαγνητικοί γυρομαγνητικές γυρομαγνητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γυρομαγνητικός < αγγλικά : gyromagnetic < γυρο-/γυρνώ + μαγνητικός• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο

επεξεργασία

γυρομαγνητικός, -ή, -ό

  • (φυσική) που αφορά, που σχετίζεται με, ή προκύπτει από τις ιδιότητες ενός περιστρεφόμενου μαγνήτη, ή ενός περιστρεφόμενου ηλεκτρικού φορτίου• μαγνητογυρικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία