Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γυρολόγημα τα γυρολογήματα
      γενική του γυρολογήματος των γυρολογημάτων
    αιτιατική το γυρολόγημα τα γυρολογήματα
     κλητική γυρολόγημα γυρολογήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γυρολόγημα < γυρολόγ(ος) + -ημα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γυρολόγημα ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία