Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γυρολόγημα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
γυρολόγημα
τα
γυρολογήμα
τ
α
γενική
του
γυρολογήμα
τ
ος
των
γυρολογημά
τ
ων
αιτιατική
το
γυρολόγημα
τα
γυρολογήμα
τ
α
κλητική
γυρολόγημα
γυρολογήμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
γυρολόγημα
<
γυρολόγ(ος)
+
-ημα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γυρολόγημα
ουδέτερο
το να
γυρίζει
κανείς από τόπο σε τόπο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γυρολόγημα