Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γυναικοθήρας οι γυναικοθήρες
      γενική του γυναικοθήρα των γυναικοθηρών
    αιτιατική τον γυναικοθήρα τους γυναικοθήρες
     κλητική γυναικοθήρα γυναικοθήρες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γυναικοθήρας < γυναικο- + -θήρας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γυναικοθήρας αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία