γυναικοθήρας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γυναικοθήρας αρσενικό
- (λόγιο) ο γυναικάς· (κυριολεκτικά) που κυνηγά τις γυναίκες (με σεξουαλικούς στόχους)
- ※ Έπιασε αβρά το χέρι της Φλώρας και της έκανε ένα γοητευτικό χαμόγελο γερομπασμένου γυναικοθήρα
- ⌘ Στρατής Τσίρκας, Η χαμένη άνοιξη, 1976 [μυθιστόρημα]Αθήνα: Κέδρος, 261989, σ. 58. ISBN 960-04-0042-3
- ≈ συνώνυμα: γυναικάς, γυναικομανής → δείτε και τις λέξεις κορτάκιας και καζανόβας
- ※ Έπιασε αβρά το χέρι της Φλώρας και της έκανε ένα γοητευτικό χαμόγελο γερομπασμένου γυναικοθήρα
Μεταφράσεις επεξεργασία
γυναικοθήρας
|
Πηγές επεξεργασία
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .