Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γυναικίστικος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
γυναικίστικ
ος
η
γυναικίστικ
η
το
γυναικίστικ
ο
γενική
του
γυναικίστικ
ου
της
γυναικίστικ
ης
του
γυναικίστικ
ου
αιτιατική
τον
γυναικίστικ
ο
τη
γυναικίστικ
η
το
γυναικίστικ
ο
κλητική
γυναικίστικ
ε
γυναικίστικ
η
γυναικίστικ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
γυναικίστικ
οι
οι
γυναικίστικ
ες
τα
γυναικίστικ
α
γενική
των
γυναικίστικ
ων
των
γυναικίστικ
ων
των
γυναικίστικ
ων
αιτιατική
τους
γυναικίστικ
ους
τις
γυναικίστικ
ες
τα
γυναικίστικ
α
κλητική
γυναικίστικ
οι
γυναικίστικ
ες
γυναικίστικ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
γυναικίστικος
<
γυναίκα
+
-ίστικος
Επίθετο
επεξεργασία
γυναικίστικος
(
μειωτικό
)
άλλη μορφή
του
γυναικείος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
γυναίκα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γυναικίστικος
→
δείτε
τη λέξη
γυναικείος