Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γυναικάρεσκος η γυναικάρεσκη το γυναικάρεσκο
      γενική του γυναικάρεσκου της γυναικάρεσκης του γυναικάρεσκου
    αιτιατική τον γυναικάρεσκο τη γυναικάρεσκη το γυναικάρεσκο
     κλητική γυναικάρεσκε γυναικάρεσκη γυναικάρεσκο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γυναικάρεσκοι οι γυναικάρεσκες τα γυναικάρεσκα
      γενική των γυναικάρεσκων των γυναικάρεσκων των γυναικάρεσκων
    αιτιατική τους γυναικάρεσκους τις γυναικάρεσκες τα γυναικάρεσκα
     κλητική γυναικάρεσκοι γυναικάρεσκες γυναικάρεσκα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

γυναικάρεσκος < γυναίκα + -άρεσκος

  Επίθετο επεξεργασία

γυναικάρεσκος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία