Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γυναικάδελφος οι γυναικάδελφοι
      γενική του γυναικάδελφου των γυναικάδελφων
    αιτιατική τον γυναικάδελφο τους γυναικάδελφους
     κλητική γυναικάδελφε γυναικάδελφοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γυναικάδελφος < μεσαιωνική ελληνική γυναικάδελφος < γυναίκα / γυνή + αδελφός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γυναικάδελφος αρσενικό (θηλυκό: γυναικαδέλφη & γυναικαδέρφη)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία