γυμνόρριζος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γυμνόρριζος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική gymnorrhize < αρχαία ελληνική γυμνός + ῥίζα
Επίθετο επεξεργασία
γυμνόρριζος
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
γυμνόρριζος