Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γραφολογία οι γραφολογίες
      γενική της γραφολογίας των γραφολογιών
    αιτιατική τη γραφολογία τις γραφολογίες
     κλητική γραφολογία γραφολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γραφολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική graphologie < αρχαία ελληνική (γράφω) γραφο- + -λογία (λέγω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɣɾa.fo.loˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γρα‐φο‐λο‐γί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γραφολογία θηλυκό

  • η εξέταση των γραφικών χαρακτήρων, ώστε να αναγνωριστεί το πρόσωπο που έγραψε ένα κείμενο από το γραφικό του χαρακτήρα ή να εξαχθούν συμπεράσματα για τα ψυχικά γνωρίσματα και τις ιδιαιτερότητές του

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις γράφω, λόγος και λέγω

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία