Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γρανιτικός η γρανιτική το γρανιτικό
      γενική του γρανιτικού της γρανιτικής του γρανιτικού
    αιτιατική τον γρανιτικό τη γρανιτική το γρανιτικό
     κλητική γρανιτικέ γρανιτική γρανιτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γρανιτικοί οι γρανιτικές τα γρανιτικά
      γενική των γρανιτικών των γρανιτικών των γρανιτικών
    αιτιατική τους γρανιτικούς τις γρανιτικές τα γρανιτικά
     κλητική γρανιτικοί γρανιτικές γρανιτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

γρανιτικός < γαλλική granitique < granite (γρανίτης)

  Επίθετο επεξεργασία

γρανιτικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία