↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γουβωτός η γουβωτή το γουβωτό
      γενική του γουβωτού της γουβωτής του γουβωτού
    αιτιατική τον γουβωτό τη γουβωτή το γουβωτό
     κλητική γουβωτέ γουβωτή γουβωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γουβωτοί οι γουβωτές τα γουβωτά
      γενική των γουβωτών των γουβωτών των γουβωτών
    αιτιατική τους γουβωτούς τις γουβωτές τα γουβωτά
     κλητική γουβωτοί γουβωτές γουβωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γουβωτός < γούβ(α) + -ωτός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɣu.voˈtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γου‐βω‐τός

  Επίθετο

επεξεργασία

γουβωτός, -ή, -ό

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία