γονυπετώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γονυπετώ < ελληνιστική κοινή γονυπετέω / γονυπετῶ
Ρήμα
επεξεργασίαγονυπετώ
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη γονυπετής
Μεταφράσεις
επεξεργασία γονυπετώ
|
Δείτε επίσης : γονυπετέω |
γονυπετώ
|