Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γονατώδης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
γονατώδ
ης
η
γονατώδ
ης
το
γονατώδ
ες
γενική
του
γονατώδ
ους
της
γονατώδ
ους
του
γονατώδ
ους
αιτιατική
τον
γονατώδ
η
τη
γονατώδ
η
το
γονατώδ
ες
κλητική
γονατώδ
η
(
ς
)
γονατώδ
ης
γονατώδ
ες
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
γονατώδ
εις
οι
γονατώδ
εις
τα
γονατώδ
η
γενική
των
γονατωδ
ών
των
γονατωδ
ών
των
γονατωδ
ών
αιτιατική
τους
γονατώδ
εις
τις
γονατώδ
εις
τα
γονατώδ
η
κλητική
γονατώδ
εις
γονατώδ
εις
γονατώδ
η
Κατηγορία
όπως «
μανιώδης
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
γονατώδης
<
γόνατο
+
-ώδης
Επίθετο
επεξεργασία
γονατώδης, -ης, -ες
σχετικός με γόνατο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γονατώδης