Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γνωμοδοτικός η γνωμοδοτική το γνωμοδοτικό
      γενική του γνωμοδοτικού της γνωμοδοτικής του γνωμοδοτικού
    αιτιατική τον γνωμοδοτικό τη γνωμοδοτική το γνωμοδοτικό
     κλητική γνωμοδοτικέ γνωμοδοτική γνωμοδοτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γνωμοδοτικοί οι γνωμοδοτικές τα γνωμοδοτικά
      γενική των γνωμοδοτικών των γνωμοδοτικών των γνωμοδοτικών
    αιτιατική τους γνωμοδοτικούς τις γνωμοδοτικές τα γνωμοδοτικά
     κλητική γνωμοδοτικοί γνωμοδοτικές γνωμοδοτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

γνωμοδοτικός < γνωμοδοτώ

  Επίθετο επεξεργασία

γνωμοδοτικός

  1. που έχει σχέση με την παροχή γνώμης από αρμόδιο και ειδικό άτομο, συμβούλιο, φορέα
  2. σε αντιδαστολή προς το αποφασιστικός, π.χ. για το ρόλο ενός γνωμοδοτικού οργάνου, όπου ξεκαθαρίζεται έμμεσα αλλά σαφώς από τη χρήση του συγκεκριμένου επιθέτου ότι ο ρόλος αυτός περιορίζεται στην παροχή γνώμης και ότι το όργανο αυτό δεν μπορεί να αποφασίσει, να θεσπίσει

  Μεταφράσεις επεξεργασία