γλωσσοφαγιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γλωσσοφαγιά | οι | γλωσσοφαγιές |
γενική | της | γλωσσοφαγιάς | των | γλωσσοφαγιών |
αιτιατική | τη | γλωσσοφαγιά | τις | γλωσσοφαγιές |
κλητική | γλωσσοφαγιά | γλωσσοφαγιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γλωσσοφαγιά < μεσαιωνική ελληνική από τον τύπο γλωσσόφαγα, αόριστο του γλωσσοτρώω
Ουσιαστικό επεξεργασία
γλωσσοφαγιά θηλυκό
- η γρουσουζιά που οφείλεται στο ότι άλλοι "παίρνουν στο στόμα τους" κάποιον, μιλάνε φθονερά για αυτόν, τον ματιάζουν, τον βασκάνουν με όσα λένε για κάτι θετικό που έχει
Μεταφράσεις επεξεργασία
γλωσσοφαγιά
|