Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γλωσσοπίεστρο < γλώσσα + πιέζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γλωσσοπίεστρο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία