γλωσσοπίεστρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γλωσσοπίεστρο ουδέτερο
- (ιατρική) εργαλείο με το οποίο ένας γιατρός πιέζει τη γλώσσα προς τα κάτω, έτσι ώστε να μπορέσει να εξετάσει το εσωτερικό της στοματικής κοιλότητας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γλωσσοπίεστρο