γκρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γκρο < gros
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγκρο ουδέτερο άκλιτο
- το βαρύ μεταξωτό ύφασμα με ειδικό στημόνι
- συχνά σήμερα σημαίνει όμως και το βαρύ, τη χοντροκοπιά, το ανάρμοστο, τη χοντράδα
Μεταφράσεις
επεξεργασία γκρο
|