Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γκρο < gros

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γκρο ουδέτερο άκλιτο

  1. το βαρύ μεταξωτό ύφασμα με ειδικό στημόνι
  2. συχνά σήμερα σημαίνει όμως και το βαρύ, τη χοντροκοπιά, το ανάρμοστο, τη χοντράδα

  Μεταφράσεις επεξεργασία