Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γκλάσνοστ < (άμεσο δάνειο) ρωσική гла́сность (glásnostʹ) < гла́сный (glásnyj, δημόσιος, ανοιχτός)[1] +‎ -ость (-ostʹ) < παλαιά εκκλησιαστική σλαβονική гласу (glasu) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gal(o)s-, *glōs-, *golH-so- ‎(φωνή, κραυγή)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈɡlas.nost/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γκλάσνοστ θηλυκό άκλιτο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.