Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γκαφατζής οι γκαφατζήδες
      γενική του γκαφατζή των γκαφατζήδων
    αιτιατική τον γκαφατζή τους γκαφατζήδες
     κλητική γκαφατζή γκαφατζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γκαφατζής < γκάφα + -τζής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γκαφατζής αρσενικό, γκαφατζού θηλυκό
  • αυτός που διαπράττει ή που περιπίπτει σε λάθη, γκάφες

  Μεταφράσεις επεξεργασία