γιεγιές
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γιεγιές | οι | γιεγιέδες |
γενική | του | γιεγιέ | των | γιεγιέδων |
αιτιατική | τον | γιεγιέ | τους | γιεγιέδες |
κλητική | γιεγιέ | γιεγιέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γιεγιές < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γιεγιές αρσενικό
- ατημέλητος νεαρός με ξενόφερτα ήθη
Μεταφράσεις επεξεργασία
γιεγιές
|