Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γιδοστέφανο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
γιδοστέφαν
ο
τα
γιδοστέφαν
α
γενική
του
γιδοστέφαν
ου
των
γιδοστέφαν
ων
αιτιατική
το
γιδοστέφαν
ο
τα
γιδοστέφαν
α
κλητική
γιδοστέφαν
ο
γιδοστέφαν
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία el
επεξεργασία
γιδοστέφανο
<
γίδ(ι)
+
-ο-
+
στεφάν(ι)
+
-ο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γιδοστέφανο
ουδέτερο
(και ο
γιδοστέφανος
(el)
αρσενικό
)
κολάρο
για κουδούνα
κατσικιού
τσοκανοκόλαρο