Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γιατρόφιδο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
γιατρόφιδ
ο
τα
γιατρόφιδ
α
γενική
του
γιατρόφιδ
ου
των
γιατρόφιδ
ων
αιτιατική
το
γιατρόφιδ
ο
τα
γιατρόφιδ
α
κλητική
γιατρόφιδ
ο
γιατρόφιδ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
γιατρόφιδο
<
γιατρ(ός)
+
-ό-
+
φίδ(ι)
+
-ο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γιατρόφιδο
ουδέτερο
(
φίδι
) κοινή ονομασία για το
φίδι
λαφίτης του Ασκληπιού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γιατρόφιδο
ιταλικά
:
colubro di esculapio
(it)
λατινικά
:
lamenis longissimus
(la)