Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γιάπης οι γιάπηδες
      γενική του γιάπη των γιάπηδων
    αιτιατική τον γιάπη τους γιάπηδες
     κλητική γιάπη γιάπηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γιάπης < αγγλική yuppie < ακρωνύμιο του "young urban professional"

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γιάπης αρσενικό

  • τεχνοκράτης, συνήθως νεαρής ηλικίας με καλοπληρωμένη δουλειά και τρόπο ζωής που χαρακτηρίζεται από υπερκατανάλωση
  • Χαρακτηρισμός, χρησιμοποιείται,βέβαια, και με αρνητική σημασία χαρακτηρίζοντας ανθρώπους που προβάλλουν συνεχώς την υψηλή οικονομική τους κατάσταση, και οι οποίοι στηρίζουν ολόκληρη τη φιλοσοφία της ζωής τους στον υλισμό και τον καταναλωτισμό.

  Μεταφράσεις επεξεργασία