Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γερμανοϊταλικός η γερμανοϊταλική το γερμανοϊταλικό
      γενική του γερμανοϊταλικού της γερμανοϊταλικής του γερμανοϊταλικού
    αιτιατική τον γερμανοϊταλικό τη γερμανοϊταλική το γερμανοϊταλικό
     κλητική γερμανοϊταλικέ γερμανοϊταλική γερμανοϊταλικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γερμανοϊταλικοί οι γερμανοϊταλικές τα γερμανοϊταλικά
      γενική των γερμανοϊταλικών των γερμανοϊταλικών των γερμανοϊταλικών
    αιτιατική τους γερμανοϊταλικούς τις γερμανοϊταλικές τα γερμανοϊταλικά
     κλητική γερμανοϊταλικοί γερμανοϊταλικές γερμανοϊταλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

γερμανοϊταλικός < γερμανικός + -ο- + ιταλικός

  Επίθετο επεξεργασία

γερμανοϊταλικός

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία