γερμανοποιημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- γερμανοποιημένος < Γερμαν(ός) + -ο- + -ποιημένος
Επίθετο
επεξεργασία
γερμανοποιημένος
- που έχει γαλουχηθεί με τη γερμανική κουλτούρα ή έχει μεγαλώσει στη Γερμανία
- ※ Έχω σημειώσει και άλλα, όμως όχι με την Εθνική», λέει ο Σέρβος, αλλά γερμανοποιημένος παίκτης, ο οποίος δεν ξέρουμε αν έκανε μαζί με τον Σιγάλα βόλτα γύρω από το ξενοδοχείο, όμως, όπως εξήγησε, περπάτησε στους δρόμους της πόλης πριν κοιμηθεί. (εφ. Τα Νέα, 23/6/1999)
- ※ Ο λογιστής, ο τεχνοκράτης, ο «γερμανοποιημένος» Έλληνας. Φάνηκε να κάνει καλή δουλειά. (www.lifo.gr, 21/6/2013)
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γερμανοποιημένος
|